lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μικρόβιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bacterium, germ, microbe
μικρόβιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mikrob
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansteckungsstoff, bazillus, erreger, keim, mikrobe
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
mikrobe
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bacilo, microbio
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agent, bacille, microbe, virus
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
germe, microbo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mikrobe
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
микроб
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bacill, mikrob
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
микроб
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
мікроб
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mikroob
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
bakteeri, basilli, mikrobi
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
csíra
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
mikrobas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bacilo, micróbio
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мікроб
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
mikrob, zarazek

Σχετικές λέξεις

μικρόβιο πρωτέας, μικρόβιο στο αίμα, μικρόβιο στον πνεύμονα, μικρόβιο e.coli, μικρόβιο στην καρδιά, μικρόβιο στο στομάχι, μικρόβιο κλεψιέλα συμπτωματα, μικρόβιο κλεψιέλα, μικρόβιο του πυλωρού