lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μισθοφόρος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chargeable, due, freelance, hackney, hack«, hired, hireling, mercenary, minuteman, paid, payable, stipendiary, wage-earning
μισθοφόρος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
najatý, námezdní, námezdný, splatný, žoldnéř, žoldák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entgeltlich, fällig, gebührenpflichtig, gedungen, gemietet, lohnarbeiter, tagelöhner, zahlbar
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jornalero, mercenario, pagadero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acquittable, mercenaire, payable, payant, remboursable, salarié, stipendiaire, échéant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mercenario, pagabile, pagante
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наемник, наемный, нанят, наёмник, наёмный, платный
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наемник
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
платны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
palgasõdur
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maksettava
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bérenc, napszámos, zsoldos
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
samdinys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercenário, pagado, retribuído
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виплачуваний, зарубка, корисливий, найманець, найманий, найомний, платний, продажний, сплачений
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
najemnik, najemny, płatny

Σχετικές λέξεις

μισθοφόρος ορισμός, μισθοφόρος στρατιώτης, ο μισθοφόρος, επάγγελμα μισθοφόρος