lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μοχλός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arm, heaver, jack, joystick, lever, rod, shaft, stick
μοχλός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
držadlo, hever, hůl, hůlka, proutek, prut, páka, páčka, rákoska, taktovka, topůrko, tyč, tyčinka, vahadlo, zdvihák, žerď
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hebel, knüppel, reck, rute, stab, stange, stiel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
stang, stav
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
barra, gato, palanca, vara
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baguette, balancier, barre, barreau, bielle, bigue, cric, culbuteur, levier, manche, tringle, étendoir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asta, bacchetta, barra, leva, stecca, verga
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjenge, spak, stang, stav, vektstang
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
палка, прут, рычаг, турник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hävstång, spak, spö, stav, stång
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пръчка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
вага, падважнік, палка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kang
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kanki, tanko, tikku, varsi, vipu
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poluga
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
emelő, fogantyú, kar
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lazda, strypas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alavanca, barra, estaca, fécula, gato, haste, palanca, tranca, vara, verga
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
páka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
важіль, вантажник, вудка, вудочка, джек, дрючок, кадри, палиця, персонал, прут, стержень, стрижень, хлопець, ціпок, штат, штатний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
drążek, dźwignia

Σχετικές λέξεις

μοχλός α.ε, μοχλός κατασκευαστική, μοχλόσ ταχυτήτων, μοχλός αγγλικά, μοχλόσ κρήτη, μοχλόσ english, μοχλός πρώτου είδους, μοχλός συνώνυμο, μοχλός βικιπαιδεια, μοχλός για pc