lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μυωπικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
myopic, near-sighted, nearsighted, short-sighted
μυωπικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
krátkozraký
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kurzsichtig, kurzsichtige, kurzsichtiger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
miope
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
myope
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
miope
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kortsynt, nærsynt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
близорукий, недальновидный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kortsynt, närsynt
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
блізарукі
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
közellátó, rövidlátó
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
míope
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
krátkozraký
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
короткозорий, короткозорість, недалекоглядний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
krótkowidz, krótkowzroczny

Σχετικές λέξεις

μυωπικός αστιγματισμός, μυωπικός καταρράκτης, μυωπικός αστιγματισμός συμπτώματα, μυωπικός αστιγματισμός σε παιδια