lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νεότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adolescence, juvenility, moodier, teen, teenage, young, younger, youth, youthfulness
νεότητα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dorost, dospívání, jinošství, mladistvý, mladost, mladík, mladý, mládež
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jugend, jugendlichkeit, jugendzeit
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ungdom
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adolescencia, juvenil, juventud, mocedad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adolescence, jeune, jeunesse, jouvence
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adolescenza, giovane, giovanile, gioventù, giovinezza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ungdom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молодежный, молодежь, молодость, молодь, молодёжный, молодёжь, подростковый, юность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ungdom
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rini
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
младост
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
маладосць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
noorsugu, noorus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nuoriso, nuoruus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mladost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
fiatalság, ifjúkor, ifjúság, ifjúsági, z
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
jaunimas, jaunystė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
juvenil, juventude, mocidade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молодь, молодість, моложавість, неповноліття, юнак, юнацтво, юність
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
młodość, młodzież, młodzieżowy

Σχετικές λέξεις

νεότητα θήρας, ενότητα πειραιά, νεότητα αποφθέγματα, νεότητα χωρίς νιάτα, νεότητα αρχιεπισκοπής αθηνών, νεότητα ορισμός, νεότητα ζωγράφου, νεότητα αγγλικά, νεότητα ερμιονίδας, αιώνια νεότητα