lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακολουθώ στα νορβηγικά

Λέξη:
ακολουθώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (14):
avløse, etterfølge, føl, følge, gå, iaktta, inntre, kjøre, komma, komme, overvåke, resa, spore, sugga
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ακολουθώ, ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι, ακολουθώ την πεπατημένη, ακολουθώ συνώνυμο, ακολουθώ συνώνυμα, ακολουθώ στα αρχαία, ακολουθώ στα νορβηγικά, avløse στα ελληνικά
ακολουθώ στα νορβηγικά