αμίαντος στα αγγλικά αμίαντος στα τσεχική αμίαντος στα γερμανικά αμίαντος στα δανική αμίαντος στα ισπανικά αμίαντος στα γαλλικά αμίαντος στα ιταλικά αμίαντος στα ρωσικά αμίαντος στα σουηδικά αμίαντος στα βουλγαρικά αμίαντος στα λευκορωσίας αμίαντος στα εσθονική αμίαντος στα λιθουανική αμίαντος στα ουκρανικά αμίαντος στα πολωνική
καταφύγιο στα βουλγαρικά διδάσκω στα τσεχική γένος στα πορτογαλικά παρών στα σουηδικά κολλαρίζω στα πολωνική
διδάσκω ετυμολογία παρών παρούσα παρόν καταφύγιο μπάφι γένος μητέρας