lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναταραχή στα νορβηγικά

Λέξη:
αναταραχή (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
affekt, alarm, bevegelse, opphisselse, oppstyr, røre, rørelse, sinnsbevegelse, spenning, uro
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αναταραχή, αναταραχή φύλου, αναταραχή συνώνυμο, αναταραχή στις τράπεζες – καταθέτες τραβάνε χρήματα, αναταραχή αγγλικά, αναταραχή στα νορβηγικά, affekt στα ελληνικά
αναταραχή στα νορβηγικά