lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (17):
administrere, ansette, antydning, anvende, benytte, bidra, bruke, etterkomme, klusse, legge, pålegge, reise, satsa, stille, stå, tilpasse, vatna
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα νορβηγικά, administrere στα ελληνικά
βάζω στα νορβηγικά