lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα νορβηγικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
dårlig, fortred, lesjon, men, mén, ond, onde, ondt, overlast, skada, skade, slem, stygg, urett, vond
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα νορβηγικά, dårlig στα ελληνικά
βλάπτω στα νορβηγικά