lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα νορβηγικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (26):
autorisasjon, autoritet, avtvinga, drivkraft, dyktighet, effekt, fasthet, hold, kraft, makt, mandat, must, myndighet, nerve, ork, potens, regjering, rike, stormakt, styrka, styrke, tvinge, velde, vold, åndsevne, øvrighet
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα νορβηγικά, autorisasjon στα ελληνικά
δύναμη στα νορβηγικά