lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ειδικός στα νορβηγικά

Λέξη:
ειδικός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
dommer, dreven, dyktig, ekspert, erfaren, fagmann, kjenner, kyndig, mester, profesjonell, sakkunnig, sakkyndig, skjønner
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ειδικός, ειδικός φόρος κατανάλωσης, ειδικός φόρος ακινήτων, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας εμπ, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας απθ, ειδικός λογαριασμός κονδυλίων έρευνας, ειδικός στα νορβηγικά, dommer στα ελληνικά
ειδικός στα νορβηγικά