lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδεξιότητα στα νορβηγικά

Λέξη:
επιδεξιότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
dyktighet, ervervelse, adresse, effektivitet, ferdighet, kunst, rutine, fingerferdighet, knep, slug
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επιδεξιότητα, επιδεξιότητα συνώνυμα, επιδεξιότητα ορισμός, επιδεξιότητα με τουσ ανθρώπουσ, επιδεξιότητα με το ποντίκι, επιδεξιότητα στα νορβηγικά, dyktighet στα ελληνικά
επιδεξιότητα στα νορβηγικά