lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα νορβηγικά

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (13):
anerkjenne, berømma, besegle, erkjenne, fastsette, godta, innrømme, prise, rose, stadfeste, tillate, tilstå, vedgå
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα νορβηγικά, anerkjenne στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα νορβηγικά