ηλικιωμένος στα αγγλικά ηλικιωμένος στα τσεχική ηλικιωμένος στα γερμανικά ηλικιωμένος στα δανική ηλικιωμένος στα ισπανικά ηλικιωμένος στα γαλλικά ηλικιωμένος στα ιταλικά ηλικιωμένος στα ρωσικά ηλικιωμένος στα σουηδικά ηλικιωμένος στα εσθονική ηλικιωμένος στα φινλανδικά ηλικιωμένος στα λιθουανική ηλικιωμένος στα πορτογαλικά ηλικιωμένος στα πολωνική ηλικιωμένος στα βουλγαρικά ηλικιωμένος στα λευκορωσίας ηλικιωμένος στα ουγγρική ηλικιωμένος στα ρουμανική ηλικιωμένος στα ουκρανικά
λειτουργία στα σουηδικά άναρθρος στα αγγλικά ξερός στα τσεχική αυξάνω στα πορτογαλικά ακουστική στα πολωνική
ατε αυξάνω έναρθρος λόγος και ξερόσ λειτουργία pvr ακουστική οικολογία