lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ικανότητα στα νορβηγικά

Λέξη:
ικανότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (20):
adresse, begavelse, behørighet, dyktighet, effektivitet, ervervelse, evne, fallenhet, fatteevne, ferdighet, fingerferdighet, kapasitet, knep, kunst, rutine, sinne, slug, talent, yteevne, åndsevne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ικανότητα, ικανότητα συνώνυμο, ικανότητα συγκέντρωσης, ικανότητα πρόσκτησης εσωτερικής γνώσης, ικανότητα προς δικαιοπραξία, ικανότητα δικαιοπραξίας, ικανότητα στα νορβηγικά, adresse στα ελληνικά
ικανότητα στα νορβηγικά