κανονικός στα αγγλικά κανονικός στα τσεχική κανονικός στα γερμανικά κανονικός στα δανική κανονικός στα ισπανικά κανονικός στα γαλλικά κανονικός στα ιταλικά κανονικός στα ρωσικά κανονικός στα σουηδικά κανονικός στα λευκορωσίας κανονικός στα εσθονική κανονικός στα φινλανδικά κανονικός στα ουγγρική κανονικός στα λιθουανική κανονικός στα πορτογαλικά κανονικός στα ρουμανική κανονικός στα ουκρανικά κανονικός στα πολωνική κανονικός στα βουλγαρικά
τυρί στα γαλλικά ζύμη στα πορτογαλικά έμφαση στα πολωνική μαθήτρια στα τσεχική κυτταρικός στα τσεχική