lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
brannsår, brenne, brænna, damp, hetta, os, ose, ryke, røyk, røyke, røyking, svi
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα νορβηγικά, brannsår στα ελληνικά
καπνίζω στα νορβηγικά