lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσεκτικός στα νορβηγικά

Λέξη:
προσεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
aktpågivende, aktsom, besindig, forbeholden, forsiktig, klok, observant, oppmerksom, påpasselig, tilbakeholden, var, varlig, varsam, varsom, vis
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά προσεκτικός, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, προσεκτικός συνώνυμο, προσεκτικός συνώνυμα, προσεκτικός στα αγγλικά, προσεκτικός στα νορβηγικά, aktpågivende στα ελληνικά
προσεκτικός στα νορβηγικά