lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνέπεια στα νορβηγικά

Λέξη:
συνέπεια (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (15):
ansøkning, effekt, ettervirkning, forslag, fradrag, følge, konsekvens, rekke, resultat, sekvens, slutledning, slutning, slutsats, suksesjon, virkning
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συνέπεια, συνέπεια τόξου, συνέπεια συνώνυμο, συνέπεια συνωνυμα, συνέπεια στα αγγλικά, συνέπεια ορισμός, συνέπεια στα νορβηγικά, ansøkning στα ελληνικά
συνέπεια στα νορβηγικά