lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα νορβηγικά

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
anlegge, anordna, arrangere, avfatta, befale, forhandle, greie, hand, innrette, møblers, ordna, ordne
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα νορβηγικά, anlegge στα ελληνικά
τακτοποιώ στα νορβηγικά