lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα νορβηγικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (27):
administrere, ansette, antydning, anvende, anvendelse, avanse, benytte, benyttelse, bruk, bruka, bruke, drift, etterkomme, fordel, fortjeneste, fortrinn, gagn, gevinst, nytta, nytte, profitt, utbyte, utbytte, utnytte, vatna, vinning, vinst
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα νορβηγικά, administrere στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα νορβηγικά