lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ντομάτα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tomato
ντομάτα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
rajče
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tomahawks, tomate
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tomat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tomate
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tomate
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pomodoro
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tomat
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помидор, томат
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tomat
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
domate
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
памідор, тамат
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tomat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tomaatti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
paradajz, rajčica
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pomidoras
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tomate
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
paradižnik
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
paradajka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
помідор, помідорів, томат, томатний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pomidor

Σχετικές λέξεις

ντομάτα θερμίδες, ντομάτα κονκασέ, ντομάτα σπορά φύτεμα καλλιέργεια, ντομάτα φρούτο, ντομάτα ή τομάτα, ντοματα φρουτο ή λαχανικο, ντομάτα καραμπόλα, ντομάτα μακεδονία, ντομάτα ασθένειες, ντομάτα πότισμα