lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ντύνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attire, clothe, dress, suit, wear
ντύνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obléci, oblékat, odít, ošatit, strojit, upravit, vystrojit, vyzdobit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ankleiden, anziehen, bekleiden, kleiden
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abrigar, abrigarse, arropar, revestir, vestir, vestirse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accoutrer, costumer, ficeler, fringuer, frusquer, habiller, harnacher, raccoutrer, revêtir, vêtir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbigliare, rivestire, vestire, vestirsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekle, kle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
одевать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekläda
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vesh
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
адзяваць, апранаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pukea, vaatettaa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odijevati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felruházni, öltözik, öltöztet, öltöztetni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
revestir, vestir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдягати, вдягти, вкладати, вкласти, одягати, одягніть, інвестувати, інвестуйтеся
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ubierać

Σχετικές λέξεις

ντύνω κούκλες, ντύνω γοργόνες, ντύνω κοπέλες, ντύνω πριγκίπισσες, ντύνω την barbie, ντύνω τις κούκλες, ντύνω νύφες, ντύνω κορίτσια, ντύνω τις winx, ντύνω την ντόρα