lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νόσος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affection, affliction, ailment, disease, disorder, illness, infirmity, malady, sickness, trouble, vacation
νόσος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
choroba, láska, nemoc, náklonnost, onemocnění, stonání, záliba
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erkrankung, krankheit, leiden, schaden, übel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
lidelse, sygdom
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afección, afecto, afectuosidad, cariño, dolencia, enfermedad
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affection, mal, maladie, nouure, sidération, vésanie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affetto, affezione, infermità, malanno, malattia, male, morbo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lidelse, sjuk, sykdom, yrkessykdom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болезнь, заболевание, любовь, недуг, немощь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illamående, ohälsa, sjuk, sjuka, åkomma
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
болест
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
захворванне, хвароба
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
haigus, kiindumus, tõbi
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mielenliikutus, sairaus, tauti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bolest, privrženost
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
betegség, kór
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
liga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abalo, afectiva, afecto, afectuosidade, afecção, afeição, choque, comoção, doença, mal
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
afecţiune, boală
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
afekt, bolezen
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
choroba
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захворювання, кохання, ласка, любов, нудьгуючий, пошесть, прихильність, скарга, стомлений, хворий, хвороба, хворобу, хворіти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
choroba, schorzenie

Σχετικές λέξεις

νόσος του lyme, νόσος του crohn, νόσος wilson, νόσος cushing, νόσος κινητικού νευρώνα, νόσος kawasaki, νόσος του addison, νόσος graves, νόσος του χότζκιν, νόσος alzheimer συμπτωματα