lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξίφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blade, glaive, sword
ξίφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kord, meč, želízko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
degen, schwert, säbel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kårde, sværd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espada
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acier, espadon, fer, flamberge, glaive, épée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spada
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kårde, sverd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
меч
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svärd
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpatë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меч
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
меч
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
mõõk
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalpa, miekka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mač
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kard
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kalavijas, kardas, špaga
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espada
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
meč
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клеймити, меч, сорт, тавро, таврувати, шпага, ґатунок
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
miecz

Σχετικές λέξεις

ξίφος ασκήσεως, ξίφος αξιωματικού, ξίφος τιτρώσκει σῶμα τὸν δὲ νοῦν λόγος, ξίφος των οιωνών, ξίφος στα αρχαία, ξίφος αξιωματικών, ξίφος της αλήθειας, ξίφος τιμή, ομηρικό ξίφος, σπαρτιατικό ξίφος