lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξαναρχίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reboot, recommence, reissue, renew, restart, resume
ξαναρχίζω
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erneuern, wiederaufnehmen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reemprender, renovar, restablecer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renouveler, reprendre, ressusciter, rééditer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riprendere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возобновлять, переиздавать, пролонгировать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
аднаўляць
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
renovar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висновок, виходити, відбуватися, відбутися, відновити, відновлювати, відновляти, далі, діяти, діятися, зведення, конспект, оживати, ожити, оновити, оновлювати, поновити, поновлювати, поновляти, продовжтеся, продовжувати, просуватися, резюме, чинитися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wznawiać