lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξερός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arid, barren, driest, dry, hungry, idle, sear, stale, sterile, torrid
ξερός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jalový, neplodný, nezáživný, neúrodný, okoralý, planý, sterilní, sucho, suchopárný, suchý, trpký, vyprahlý, vyschlý, zbytečný, žíznivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dürr, gehaltlos, leer, mager, nüchtern, steril, trocken, unfruchtbar
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gold, karrig, steril, tør, tørre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enjuto, estéril, infecundo, infructuoso, infértil, reseco, seco, árido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aride, hâle, infertile, infécond, ingrat, rassis, revenus, sec, siroco, stérile, sèche, vain, étriqué
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arido, asciutto, infecondo, secco, sterile
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gold, karrig, steril, torr, tørr, tørrlendt, ufruktbar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесплодный, засушливый, неплодородный, сух, сухой
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andefattig, steril, torr
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бясплодны, бясплённы, дарэмны, засушлівы, марны, неўрадлівы, сухi, сухі
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
aher, kuiv, viljatu
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hedelmätön, karu, kuiva, maho
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
suh
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
meddő, száraz, szárított, terméketlen
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
sausas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delgado, estéril, seco, árido
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
usca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безводний, безплідний, безсердечний, витончений, віддалений, далекий, красивий, марний, невдалий, неплідний, неродючий, пеня, пильний, подрібнений, посушливий, прекрасний, прекрасно, прохолодний, сухий, сухою, сухої, сухій, тонкий, хирлявий, холодний, хороший, худий, чудовий, чудово, штраф, штрафувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
jałowy, suchy

Σχετικές λέξεις

ξηρός βήχας, ξηρός λαιμός, ξερός κύπρος, ξερός ποταμός, ξερόσ καπνόσ, ξερός κόλιανδρος, ξερός συνόνυμα, ξηρός ξερός, μπακαλιάρος ξερός, και ξερόσ