lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξυπνώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arouse, awake, awaken, awoke, awoken, raise, recall, rouse, wake, waken
ξυπνώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
budit, oživit, probudit, vzbouzet, vzbudit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufgeweckt, aufwachen, aufwecken, aufweckend, erwachen, erwecken, wecken
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
purre, vågne, vække
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despertar, despertarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réveiller, éveiller
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
destare, risvegliare, svegliare, svegliarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
purre, vaken, vakna, vekke, våkne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
будить, пробудить, пробуждать, разбудить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vaken, vakna, väcka
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjoj
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събуждам
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
абуджаць, абудзіць, будзіць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
äratama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
havahduttaa, herättää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
felkelteni, felébred, ébreszt, ébreszteni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acordar, despertar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
будити, викликати, дратувати, збуджувати, збудити, збудіть, кільватер, пробуджувати, пробудіться, прокидатися, прокинутися, прокиньтеся, розбуджувати, розбудити, роздратувати, розпалити, розпалювати, схвилювати, хвилювати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
budzić, obudzić, zbudzić

Σχετικές λέξεις

ξυπνώ με την αυγούλα, ξυπνώ και βλέπω σίδερα, ξυπνώ παρατατικός, ξυπνώ συνώνυμα, ξυπνώ με πονοκέφαλο, ξυπνώ τη χαραυγή