lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οδυνηρός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
aching, acute, distressed, grievous, heavy, hurtful, intense, keen, mournful, painful, severe, smart, sore
οδυνηρός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bolavý, bolestivý, bolestný, citelný, citlivý, palčivý, truchlivý, zoufalý, žalostný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
empfindlich, schmerzend, schmerzhaft, schmerzlich, weh
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
følsom, penibel, pinlig, sår, sørgmodig, øm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amargo, doloroso, penoso, sensible
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
algique, douloureux, endolori, lamentable, poignant, sensible
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amaro, dolente, doloroso, penoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
penibel, pinaktig, pinefull, pinlig, smertefull, sår, sørgmodig, vond, øm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акутовый, болезнен, болезненный, мучительный, наболевший, скорбен, скорбный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
penibel, pinlig, pinsam, plågsam, smärtsam, sår, öm
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
балючы, кволы, мучительное, нясцерпны, пакутлівы, пякельны, страшэнны, хваравіты
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
tundlik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kipeä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
akut, fájdalmas, fájó, siralmas, érzékeny
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
jautrus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
achacoso, doloroso, patológico, penoso, roedor, valsando
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
болючий, болісний, брутальний, витончений, вишуканий, гострий, делікатний, жорстокий, звідник, злий, крихкий, ламкий, мучення, нездоровий, неприємний, нудьгуючий, ніжний, патологічний, потворний, пропозиція, розлючений, слабкий, спроба, стомлений, сумний, тендітний, турботний, хворий, хворобливий, хворіти, шалений, інквізиторський
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
bolesny, dotkliwy

Σχετικές λέξεις

οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός αντώνυμο