lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οικειοποιούμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appropriate, embezzle, engross, misappropriate, peculate, usurp
οικειοποιούμαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
uzurpovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aneignen, anzueignen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adueñarse, apañar, apropiarse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
approprier, usurper
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
присваивать, присвоить
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przywłaszczać, przywłaszczyć

Σχετικές λέξεις

οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι english, οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι αντωνυμο