lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ομιλητικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
communicative, conversable, garrulous, talkative
ομιλητικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
družný, hovorný, komunikativní, mnohomluvný, povídavý, sdílný, tlachavý, upovídaný, užvaněný, žvanivý
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschwätzig, gesprächig, redselig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
meddelsom
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
charlador, hablador, locuaz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bavard, bien-disant, causant, causette, communicatif, disert, loquace, parlant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
linguacciuto, loquace
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
meddelsom, åpenmunnet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болтливый, разговорчив, разговорчивый, словоохотлив, словоохотливый
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pratsam, språksam
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гаваркі, гаварлівы
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhelias
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балакучий, говіркий, розмова, розмовний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozmowny