lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οξυγόνο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oxygen
οξυγόνο
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sauerstoff
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ilt, syre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
oxígeno
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
oxacide, oxygène
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ossigeno
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
surstoff, syre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аэробный, кислород, кислородный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syre
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кислород
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кісларод
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hapnik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
happi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kisik
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
oxigén
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
deguonis
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кисень, кисневий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
tlen, tlenowy

Σχετικές λέξεις

οξυγόνο ταινια, οξυγόνο 2003, οξυγόνο θεσσαλονικη, οξυγόνο live, οξυγόνο στο αίμα, οξυγόνο full movie, οξυγόνο ολύμπου 81, οξυγόνο μεταίχμιο, οξυγόνο στο σπίτι, οξυγόνο στο αίμα φυσιολογικές τιμές