lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: οπαδός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adherent, adherer, advocate, backer, believer, follower, following, henchman, partisan, proponent, supporter, sympathizer, trust
οπαδός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
následovník, partyzán, přívrženec, stoupenec, učedník, žák
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anhänger, anwalt, jünger
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
discipel, medlem, tilhænger
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adepto, adicto, allegado, discípulo, partidario, sectario, secuaz
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adepte, amateur, disciple, libre-échangiste, niveleur, partageux, particulariste, partisan, réformiste, sectateur, théocrate, étatiste
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discepolo, fautore, partigiano, seguace, sostenitore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilhenger
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поборник, последователь, приверженец, ревнитель, сторонник
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anhängare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
partizan
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
паслядоўнік, прыхільнік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jünger, pooldaja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäsen, kannattaja, kätyri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pristaša
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apaštalas, mokinys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
absolutista, adepto, constitucional, discípulo, partidário
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
adept
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аматор, віруючий, ентузіаст, захисник, когорта, колючка, коханець, коханий, коханка, любитель, партизан, послідовник, прибічник, прихильник, сателіт, супутник, учень, фанатичний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
stronnik, zwolennik

Σχετικές λέξεις

οπαδός του ολυμπιακού εκφράζει την αγανάκτησή του έπειτα από το 0-3 του παναθηναϊκού, οπαδός συνώνυμα, οπαδός ετυμολογία, οπαδός οφη, οπαδός ολυμπιακού, οπαδός γδύνει τη φίλη του σε αγώνα ράγκμπι, οπαδός του οφη, οπαδός... χουφτώνει σε live μετάδοση..δείτε το βίντεο, οπαδός lyrics, οπαδός... χουφτώνει σε live μετάδοση