lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ορεκτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appetising, appetizing, mouth-watering, tasty, toothsome
ορεκτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chutný, lahodný, lákavý, pikantní, vábný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
appetitlich, köstlich, schmackhaft
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apetecible, apetitoso, sabroso
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affriolant, appétible, appétissant, croustillant, délicieux, ragoûtant
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appetitoso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
appetittlig, lekker
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аппетитный, вкусный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aptitlig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апетытны
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
étvágygerjesztő
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
skanus
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
chutný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
апетитний, смачний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
apetyczny