lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έδαφος στα ουγγρική

Λέξη:
έδαφος (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (20):
alap, belföld, bázis, fenék, föld, földelés, kontinens, legutolsó, lábazat, megalapozottság, ország, padló, szubsztrátum, szárazföld, szárazföldi, talaj, terep, terület, tér, vidék
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική έδαφος, έδαφοσ συνώνυμα, έδαφοσ σαντορίνησ, έδαφος υπέδαφος, έδαφος του στόματος, έδαφος στο ρώγο του, έδαφος στα ουγγρική, alap στα ελληνικά
έδαφος στα ουγγρική