lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα ουγγρική

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (7):
bántalom, kár, sérelem, árt, ártani, gonosz, rosszul
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα ουγγρική, bántalom στα ελληνικά
βλάπτω στα ουγγρική