lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διαίρεση στα ουγγρική

Λέξη:
διαίρεση (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (16):
alosztály, beosztás, boncolás, fülke, hangköz, intervallum, különítmény, osztag, osztály, osztás, rekesz, rész, részleg, szakasz, terület, ágazat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική διαίρεση, διαίρεση στο excel, διαίρεση πολυωνύμων, διαίρεση μερισμού, διαίρεση με δεκαδικό, διαίρεση μέτρησης, διαίρεση στα ουγγρική, alosztály στα ελληνικά
διαίρεση στα ουγγρική