lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα ουγγρική

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (15):
bírni, energia, erő, fennhatóság, hatalom, hatvány, hatóság, kormány, kormányzás, képesnek, lenni, nagyhatalom, teljesítmény, tud, tudni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα ουγγρική, bírni στα ελληνικά
δύναμη στα ουγγρική