lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιδοκιμάζω στα ουγγρική

Λέξη:
επιδοκιμάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
megcsodál, megdicsér, megdicsérni, elismerni, elfogad
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική επιδοκιμάζω, επιδοκιμάζω συνώνυμο, επιδοκιμάζω σημασια, επιδοκιμάζω προταση, επιδοκιμάζω ορισμός, επιδοκιμάζω λεξικο, επιδοκιμάζω στα ουγγρική, megcsodál στα ελληνικά
επιδοκιμάζω στα ουγγρική