lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα ουγγρική

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (8):
füst, füstöl, cigarettázik, cigizik, dohányzik, égés, éget, égetni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα ουγγρική, füst στα ελληνικά
καπνίζω στα ουγγρική