lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πιστοποιητικό στα ουγγρική

Λέξη:
πιστοποιητικό (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
bizonylat, bizonyítvány, igazolvány, igazolás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική πιστοποιητικό, πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας, πιστοποιητικό υγείας εργαζομένων σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, πιστοποιητικό υγείας, πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, πιστοποιητικό στα ουγγρική, bizonylat στα ελληνικά
πιστοποιητικό στα ουγγρική