lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στάση στα ουγγρική

Λέξη:
στάση (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (22):
beosztás, buszmegálló, elhelyezkedés, elhelyezés, fekvés, hangköz, helyzet, intervallum, kivéve, körülmény, megálló, pauza, póz, szórakozás, szünet, tízperc, villamosmegálló, állapot, állomány, állomás, állás, álláspont
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική στάση, στάση του νίκα, στάση του λωτού, στάση στο χαλάνδρι, στάση ιντράνι, στάση εργασίας ποε οτα, στάση στα ουγγρική, beosztás στα ελληνικά
στάση στα ουγγρική