lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα ουγγρική

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
előny, haszon, nyereség, alkalmazni, használat, haszonélvezet, üzemeltetés, használni, felhasználni, kihasználni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα ουγγρική, előny στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα ουγγρική