lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άμυλο στα ουκρανικά

Λέξη:
άμυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
борошно, крохмаль
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά άμυλο, άμυλο χημικός τύπος, άμυλο τροφές, άμυλο ταπιόκας, άμυλο στα αγγλικά, άμυλο σίτου, άμυλο στα ουκρανικά, борошно στα ελληνικά
άμυλο στα ουκρανικά