lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έλος στα ουκρανικά

Λέξη:
έλος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (24):
багно, болото, бруд, вимити, випрати, гній, грязь, грязюка, грязюку, занедбаність, зіпсованість, калюжа, мити, митися, миття, мокротеча, неохайність, помити, прати, протитечія, сльота, сльоту, спад, трясовина
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έλος, τέλος επιτηδεύματος, έλοσ αγυιάσ, έλος χανίων, έλος της αγυιάς, έλος συνωνυμα, έλος στα ουκρανικά, багно στα ελληνικά
έλος στα ουκρανικά