lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έννοια στα ουκρανικά

Λέξη:
έννοια (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (30):
авторитет, багатозначність, важити, важливість, ввезення, ввезти, ввозити, виражати, влада, відання, відсоток, зважити, зважувати, звук, звучати, здоровий, знак, значення, концепція, момент, наслідок, обмірковувати, обміркувати, повноваження, поняття, процентний, справний, імпорт, імпортувати, ґрунтовний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έννοια, έννοια υποκαταστήματος, έννοια υπερρεαλισμός, έννοια του εαυτού, έννοια της φιλιας, έννοια της ετοιμότητας ενός εργαζομένου για την οργανωτική αλλαγή, έννοια στα ουκρανικά, авторитет στα ελληνικά
έννοια στα ουκρανικά