lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έτος στα ουκρανικά

Λέξη:
έτος (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
гартувати, загартовувати, загартувати, літа, привчати, привчити, рік, сезон
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά έτος, έτος φωτός, έτος του αλόγου, έτος σεφέρη, έτος καβάφη, έτος ενεργού πολίτη, έτος στα ουκρανικά, гартувати στα ελληνικά
έτος στα ουκρανικά