lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγόρι στα ουκρανικά

Λέξη:
αγόρι (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
джек, джокер, леґінь, парубок, співробітник, товариш, хлопець, хлопчик, юнак
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αγόρι, αγόρι ονειροκρίτης, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου στίχοι, αγόρι μου να σε χαρώ, αγόρι στα ουκρανικά, джек στα ελληνικά
αγόρι στα ουκρανικά