lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αεροσκάφος στα ουκρανικά

Λέξη:
αεροσκάφος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
авіаційний, авіація, аероплан, вантажити, виріб, відправити, відправляти, завантажити, корабель, літак, перевезти, перевозити, посудина, ракета, ракетний, реактивний, ремесло, спритність, судно
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αεροσκάφος, αεροσκάφος χάθηκε, αεροσκάφος της malaysia airlines, αεροσκάφος της malaysia, αεροσκάφος μαλαισιανών αερογραμμών, αεροσκάφος μαλαισίας, αεροσκάφος στα ουκρανικά, авіаційний στα ελληνικά
αεροσκάφος στα ουκρανικά